- εριοπώλης
- ἐριοπώλης, ὁ (Α)ο πωλητής ή ο έμπορος ερίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -πώλης (< πωλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐριοπῶλαι — ἐριοπώλης a dealer in wool masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek
εριοπωλώ — ἐριοπωλῶ έω (Α) [εριοπώλης] πωλώ ή εμπορεύομαι έρια … Dictionary of Greek
εριοπώλιον — ἐριοπώλιον, τὸ (Α) [εριοπώλης] τόπος ή κατάστημα πωλήσεως ερίων … Dictionary of Greek
ԱՍՐԱՎԱՃԱՌ — (ի, աց.) NBH 1 0334 Chronological Sequence: Unknown date ա. Որ վաճառէ զասր կամ զասուիս. ἑριοπώλης lanae venditor *Մի՛ ամենեքեան մարդիկ ասրավաճա՞ք. Բրս. ի ՟կ՟ա. սղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)